- λιταργισμός
- λῐταργ-ισμός, οῦ, ὁ,A = σκιρτήματα, in pl., Sch.Ar.Nu.1255.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιταργισμός — λιταργισμός, ὁ (Α) [λιταργίζω] βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο … Dictionary of Greek